τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
τρυγᾷ — τρυγάω gather in pres subj mp 2nd sg τρυγάω gather in pres ind mp 2nd sg (epic) τρυγάω gather in pres subj act 3rd sg τρυγάω gather in pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγαν — τρύγᾱν , τρύγη grain crop fem acc sg (doric aeolic) τρύγᾱν , τρυγάω gather in imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρύγᾱν , τρυγάω gather in imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγᾶς — τρυγᾶ̱ς , τρυγάω gather in pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγάτω — τρυγά̱τω , τρυγάω gather in pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύγας — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem acc pl τρύγᾱς , τρύγη grain crop fem acc pl τρύγᾱς , τρύγη grain crop fem gen sg (doric aeolic) τρύγᾱς , τρυγάω gather in imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέκλη — ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α το κατακάθι τού κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»] … Dictionary of Greek
TRAGOEDIA — imitatio est per actiones illustris Fortunae, exi ru infelici, oratione gravi metricâ, Caes. Scaliger. qui illam e Comoedia quidem ortam, prius tamen excultam esle docet. Nomen ei, secundum Diomedem l. 3. a τράγος, et ᾠδὴ, quoniam olim actoribus… … Hofmann J. Lexicon universale
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
τρυγοζύμη — η, Ν είδος ζύμης που προκαλεί την αλκοολούχα ζύμωση σακχαρούχων υγρών και καθιζάνει στον πυθμένα τού δοχείου ζύμωσης, αλλ. βυθοζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγα + ζύμη (πρβλ. βυθο ζύμη)] … Dictionary of Greek